-
1 ἔριθος
A day-labourer, hired servant ; of mowers or reapers, Il. 18.550, 560 ; later ἔριθοι, αἱ, spinsters and weavers, workers in wool (prob. because popularly derived from ἔριον), D.57.45, Theoc.15.80 ;ἐρίων ἔριθοι PHib.1.121.34
(iii B.C.); of spiders, , cf. Philostr.Im.2.28.
См. также в других словарях:
έριθος — ἔριθος, ὁ, ἡ (Α) 1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο 2. μτγν. αἱ ἔριθοι εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι») 3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek